- στιλλιγγία
- η, Νβοτ. γένος ευφορβιιδών που περιλαμβάνει δένδρα ή θάμνους τής Αμερικής και τής Ωκεανίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. stillingia, από το όν. τού Άγγλου βοτανολόγου Β. Stillingfleet].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.